Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγυρτεία η [ajirtía] Ο25 : η ιδιότητα και ιδίως η συμπεριφορά του αγύρτη· (πρβ. απατεωνία): Πνευματική / πολιτική ~. || (συνήθ. πληθ.) η σχετική πράξη: Ο Mεσαίωνας, μια εποχή γεμάτη αγυρτείες.
[λόγ. < ελνστ. ἀγυρτεία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγυρτεία [ayirtía] η,
- charlatanism, imposture, quackery, humbuggery, mountebankery (syn απάτη, τσαρλατανιά):
- όλα ήταν εγκληματικές αγυρτείες |
- (μεγάλη) επίδοση είχαν στους χρόνους εκείνους οι αγυρτείες των αστρολόγων και των μάγων (Tatakis) |
- (οι άλλοι) μας διευκολύνουν στις αυταπάτες και τις αγυρτείες μας (Christidis) |
- μισώ κάθε ~ σαν την αμαρτία, αλλά περισσότερο την πολιτική ~ (Vrettakos) |
- τον ενοχλούσε αρκετά κάποιος αέρας πνευματικής και πρακτικής αγυρτείας (Theotokas) |
- poem... χτύπα ως δοκιμή | την ~ μονάχη (Markoras) |
- με αγυρτείες εγώ θα σε τυλίξω (Stavrou Ar)
[fr late K ἀγυρτεία 'begging, imposture' (4th c. AD), der of ἀγυρτεύω]
- charlatanism, imposture, quackery, humbuggery, mountebankery (syn απάτη, τσαρλατανιά):