Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγυιόπαιδο [ayiópe∂o] το,
- street-boy, street-urchin, street arab (syn παιδί του δρόμου, αλάνι, αλητόπαιδο)
[perh der fr kath αγυιόπαις, pl αγυιόπαιδες, after αγιόπαιδο, q.v.]