Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγυάλιστος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγυάλιστος -η -ο [ajálistos] Ε5 : που δεν τον έχουν γυαλίσει. ANT γυαλισμένος: Tα μάρμαρα του δαπέδου είναι αγυάλιστα. Kυκλοφορεί με τα παπούτσια του αγυάλιστα. || (στρατ., προφ.) που τα υποδήματά του δεν είναι γυαλισμένα: Mε τιμώρησε ο διοικητής γιατί ήμουν ~.

[α- 1 γυαλισ- (γυαλίζω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγυάλιστος, -η, -ο [ayálistos]
  • unpolished (syn αλουστράριστος, L αστίλβωτος)
  • ⓐ tarnished:
    • τα μαχαιροπίρουνα είναι αγυάλιστα
  • ⓑ unshined (syn αμπογιάτιστος):
    • άφησε τα παπούτσια του αγυάλιστα

[cpd w. γυαλιστός, q.v.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες