Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αγρύπνως, επίρρ.
-
- Άγρυπνα, με φροντίδα, με επιμέλεια:
- τα δίγεστα και τους κώδικας … διά ανδρών εννόμων αγρύπνως ερανισάμενος (ενν. ο Λέων ο Σοφός) (Bακτ. αρχιερ. 212).
[μτγν. επίρρ. αγρύπνως]
- Άγρυπνα, με φροντίδα, με επιμέλεια: