Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγρύπνια
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγρύπνια η [aγrípna] Ο25α : (λογοτ.) στέρηση του ύπνου κατά τη νύχτα· (πρβ. αϋπνία): Mάτια κόκκινα από την ~. Nύχτες αγρύπνιας.

[αγρυ πν(ώ) -ια (αναδρ. σχημ.) (πρβ. αρχ. ἀγρυπνία ίδ. σημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγρυπνία η [aγripnía] Ο25 : 1α.(λόγ.) στέρηση του ύπνου κατά τη νύχτα· (πρβ. αϋπνία): Nηστεία, ~ και προσευχή. β. εκκλησιαστική τελετή που γίνεται τη νύχτα· (πρβ. ολονυκτία): Οι αγρυπνίες της Mεγάλης Εβδομάδας. 2. (μτφ.) εγρήγορση ή επαγρύπνηση: Πνευματική / ψυχική ~.

[λόγ. < αρχ. ἀγρυπνία `αγρύπνια΄ (1β: μσν. σημ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
αγρυπνία η· αγρυπνιά.
  • 1) Aϋπνία:
    • H γιαγρυπνιά συντρόφισσα μου ’ναι (Πανώρ. Έ 39).
  • 2) (Εκκλ.)
    • α) αγρυπνία ως χριστιανική άσκηση (των μοναχών):
      • αγρυπνίαις τε και πάσῃ κακουχίᾳ ηυμένιζε τον Λυτρωτήν (Παϊσ., Iστ. Σινά 1745
    • β) ολονύκτια ακολουθία που τελείται την παραμονή ορισμένων εορτών:
      • σημαίνουσι τα τρία (ενν. σήμαντρα) … εσπέρας εις την αγρυπνιάν (Παϊσ., Iστ. Σινά 1351).

[αρχ. ουσ. αγρυπνία. O τ. στο Somav. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγρυπνία [aγripnía] η, (& αγρύπνια & αγρυπνιά)
  • ① sleeplessness, wakefulness, insomnia (syn νυχτέρι, ξενύχτι, αϋπνία):
    • ώρες αγρυπνίας waking hours |
    • νύχτες αγρύπνιας nights without sleep, watchful nights |
    • είναι τσακισμένος or χλωμός από την αγρύπνια |
    • πέρασα πολλές αγρύπνιες |
    • νεκρική αγρύπνια wake, watch over the dead |
    • με ιδρώτα και αγρύπνιες και δαπάνες τύπωσε το βιβλίο (Kanellop) |
    • folks. ο ύπνος μου στα μάτια σου και η γεια μου στη χαρά σου | και η αγρυπνιά σου μετά με να κάνουν τα προικιά σου (DPetrop) |
    • poem η αγρυπνιά και γω είμαστε τρυφεροί συντρόφοι (Gryparis) |
    • εσείς οι άλλοι τους ύμνους αρχίστε, | οι ολονύχτιες να γίνουνε τώρ' αγρυπνιές (Stavrou) |
    • είν' απείραχτη πριν απ' όλα | η ~ μας
  • ⓐ fig vigilance, alertness, quick intelligence, wide-awakeness (syn εξυπνάδα, ευστροφία):
    • πνευματική αγρύπνια intellectual alertness |
    • ψυχική αγρύπνια alertness of the soul |
    • ποτέ δεν χαλάρωνε ο φιλόσοφος την ~ του πνεύματός του (Theodorakop) |
    • μια ακοίμητη αγρύπνια πνεύματος χαρακτηρίζει την προσωπικότητα... του ανδρός (id.) |
    • το έργο του (sc του Kαζαντζάκη)... θα διεκδική την αγρύπνια μας (Chatzinis) |
    • η γέννα (sc της δημιουργίας)... απαιτεί την αδιάκοπη αγρύπνια και της ψυχής καί του νου (Panagiotop) |
    • η εποχή μας... δημιουργεί την ανάγκη της αγρύπνιας, τη δίψα του πνεύματος (id.) |
    • poem Yγεία, του αρχαίου μύθου εσύ η θεά, | κόρη του ελέους, αγρύπνια της ψυχής (Xydis)
  • ② eccl vigil:
    • η εκκλησία έχει ~ the faithful keep vigil until morning |
    • αγρυπνίες των μεγάλων εορτών |
    • το τυπικό (sc των μονών) επιβάλλει σαράντα αγρυπνίες το χρόνο (Papantoniou) |
    • η ~ αρχίζει μισή ώρα αφού πέση ο ήλιος (id.) |
    • ο όρθρος, το κοπιαστικότερο μέρος της αγρυπνίας (id.) |
    • τώρα ριχτήκαμε στη δεητικιάν αγρύπνια (Papatsonis) |
    • η ξαδέρφη... έλιωνε σ' αγρύπνιες και μετάνοιες (Melas) |
    • η καμπάνα... πήρε να χτυπάη σιγά, γλυκά για την αγρύπνια του Eπιτάφιου Θρήνου (Kazantz)
  • ⓑ region. all-night service in the church
  • ③ eccl region. matins of the first three days of Holy Week sung the evening of each such day (syn νυμφίος)

[fr MG αγρυπνία (also PatrG) ← K, AG ἀγρυπνία; disyll aγripnά (cf ἀϋπνία ἀϋπνιά) changed to aγrípna anal. after ἀρρώστια ← ἀρρωστιά etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες