Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγρότισσα [aγrótisa] η,
- country woman, peasant woman (syn χωρική, γυναίκα του χωριού, χωριάτισσα):
- μια μορφή αρχαϊκά ωραία... της δουλευτάρας της αγρότισσας (Myriv) |
- (οι γυναίκες της Aιγύπτου) πρόκειται... κυρίως για... τις αγρότισσες, τις φελάχες, που συνήθως συζούν με δυο-τρεις άλλες μαζί και παράγουν παιδιά (Chatzinis) |
- (η δεύτερη ηγουμένη) εκλέγεται από τις αγρότισσες κι όχι από τις ευγενείς (Papatsonis) |
- poem μη ρίχνης πάνω μου κ' έρχονται πίσω άνθρωποι, | τα μαύρα θα φορέσης σε μια μάνα ~ (NPappas)
[der of αγρότης w. suff -ισσα]
- country woman, peasant woman (syn χωρική, γυναίκα του χωριού, χωριάτισσα):