Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγρότης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγρότης ο [aγrótis] Ο10 θηλ. αγρότισσα [aγrótisa] Ο27 : ο γεωργός και με επέκταση αυτός που ζει στην ύπαιθρο και ασχολείται επαγγελματικά με την πρωτογενή παραγωγή (γεωργία, κτηνοτροφία, κτλ.): Γύρισε πίσω στο χωριό του κι από εργάτης έγινε ~. H Ελληνίδα αγρότισσα.

[λόγ. < αρχ. ἀγρότης· λόγ. αγρότ(ης) -ισσα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγρότης [aγrótis] ο,
  • country man, farmer, peasant, a rustic (syn γεωργός, καλλιεργητής της γης, χωρικός):
    • οι αγρότες country people, farmers, peasantry (syn in αγροτιά) |
    • μια οικογένεια αγροτών έγιναν ξαφνικά νεόπλουτοι |
    • τον απλό σκαφτιά και τον αγρότη (Melas) |
    • ο ~ της Άσκρας, πατέρας του διδαχτικού έπους, έθεσε κύριο σκοπό της ποίησής του τον ωφελιμισμό (Chourmouzios) |
    • poem μα του τρανού τα κέρδη στον αγρότη ήταν ζημιά (Stavrou Ar)

[fr AG ἀγρότης 'country man, rustic', der of ἀγρός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες