Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγρόκτημα το [aγróktima] Ο49 : καλλιεργήσιμη έκταση, στην οποία συνήθ. υπάρχουν εγκαταστάσεις και ο κατάλληλος εξοπλισμός για αγροτικές εργασίες: Tο ~ της Γεωπονικής Σχολής.
[λόγ. αγρο- + κτήμα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγρόκτημα [aγróktima] το, (L) (& αγρόχτημα)
- farm land, farm, ranch (syn αγροτικό κτήμα, υποστατικό, τσιφλίκι, φάρμα):
- έχει ~ και εργάζεται σ' αυτό |
- και οι χήρες (επλήρωναν τον έγγειο φόρο), εφόσον είχαν ~ (Vacalop) |
- την είχαν αγοράσει (sc τη βιλλίτσα)... μαζί με το εργοστάσιο και το απέραντο ~ ολοτρίγυρα (MLazaridis) |
- ούτε ο Hρακλής (μπορεί) ν' αγοράση έν' ~ (Chourmouziadis) |
- poem να πάρη μακριά στ' αγροχτήματα ετούτους τους φρουρούς της σιωπής (Kotsiras)
[cpd w. κτήμα]
- farm land, farm, ranch (syn αγροτικό κτήμα, υποστατικό, τσιφλίκι, φάρμα):