Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγρωστοειδή τα [aγrostoiδí] Ο (βλ. Ε10) : (βοτ.) ονομασία οικογένειας φυτών· αγρωστώδη.
[λόγ. < αρχ. ἄγρωστ(ις) `αγριάδα΄ -ο- + -ειδή, ουδ. πληθ. του -ειδής μτφρδ. γαλλ. graminées]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγρωστοειδή [aγrostoi∂í] τα, (L) bot
- grasses, Graminaceae (syn αγρωστώδη) .