Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγρυπνώ [aγripnó] Ρ10.1α : 1.δεν κοιμάμαι κατά τη νύχτα συνήθ. προσέχοντας κτ.· (πρβ. ξαγρυπνώ): Aγρυπνά στο προσκέφαλο του άρρωστου παιδιού της. 2. (μτφ.) βρίσκομαι σε εγρήγορση ή επαγρύπνηση: Οι ένοπλες δυνάμεις αγρυπνούν στο καθήκον. H δικαιοσύνη αγρυπνά για την τήρηση των νόμων και την προστασία των θεσμών.
[1: αρχ. ἀγρυπνῶ· 2: ελνστ. σημ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγρυπνώ.
-
- 1) Yποφέρω από αϋπνία:
- (Σταφ., Iατροσ. 274).
- 2) Mένω άγρυπνος, είμαι σε επιφυλακή, προσέχω:
- όλοι συνδράμετε και αγρυπνήσετε και λάβετε κόπον (Διγ. Άνδρ. 33326).
[αρχ. αγρυπνέω. H λ. και σήμ.]
- 1) Yποφέρω από αϋπνία:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγρυπνώ [aγripnó] (& αγρυπνάω) ipf αγρυπνούσα & αγρύπναγα, aor αγρύπνησα, ppp αγρυπνισμένος & αγρυπνημένος
- ① not sleep, stay awake, stay up, sit up, be sleepless (syn μένω άγρυπνος or άυπνος, ξαγρυπνώ):
- θ' αγρυπνήσουμε απόψε |
- όποιος περιμένει αγρυπνεί |
- φύλακες αγρυπνούν |
- αγρύπνησα όλη νύχτα και νυστάζω |
- μέσα μας αγρυπνεί πάντα το πνεύμα του παρθένου δάσους· μόλις ξύσης το δέρμα του ανθρώπου, ανακαλύπτεις τη δορά του θηρίου (Panagiotop) |
- ολάκερη η προκάλυψη αγρυπνούσε με τ' αφτί στημένο (Terzakis) |
- ήταν το φαρμακείο που αγρυπνούσε (= διανυκτέρευε) (Charis)
- ⓐ go to bed late at night:
- αγρύπνησες πάλι απόψε
- ⓑ synecd be alive, exist:
- το χρέος... αγρυπνεί, όπως τ' ακοίμητο φως του κόσμου (Theodorakop) |
- poem και εις τον άνθρωπο τα πάθη, | που 'ναι ανίκητα, αγρυπνούν (Solom) |
- μια δύναμη περίλυπη αγρυπνεί στο πρόσωπό τους (Leontaris)
- ② be vigilant, watch, be on the lookout, take care of (syn επαγρυπνώ L, είμαι σ' επιφυλακή, προσέχω, νοιάζομαι):
- οι φύλακες αγρυπνούν |
- ο σκοπός αγρυπνεί στη θέση του |
- είναι η κεφαλή του τοπίου..., όπου μέσα προφυλαγμένος αγρυπνάει ο νους του (Kazantz) |
- το ιερατείο αγρυπνάει και εποπτεύει για τη διαφύλαξη και την τήρηση των θεσμών (Papanoutsos) |
- οφείλουν ν' αγρυπνούν πάνω στην ανατροφή του ανηλίκου (Christidis) |
- poem έτσι η ψυχή...|...|... κι όλο αγρυπνεί, | πνευματική φιλέρημη ματιά (Xydis) |
- γιατί εσείς αγρυπνήσατε στην αμαρτία, | μπόρεσα εγώ να φύγω το μαρτύριο; (Melissanthi)
[fr MG αγρυπνώ ← K, AG]
- ① not sleep, stay awake, stay up, sit up, be sleepless (syn μένω άγρυπνος or άυπνος, ξαγρυπνώ):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγρυπνών [aγripnón] ο,
- a person awake:
- όπως τα όνειρα είναι η φαντασία των κοιμωμένων, έτσι κ' η φαντασία είναι τα όνειρα των αγρυπνούντων (Vrettakos).
- a person awake:
[Λεξικό Κριαρά]
- αγρύπνως, επίρρ.
-
- Άγρυπνα, με φροντίδα, με επιμέλεια:
- τα δίγεστα και τους κώδικας … διά ανδρών εννόμων αγρύπνως ερανισάμενος (ενν. ο Λέων ο Σοφός) (Bακτ. αρχιερ. 212).
[μτγν. επίρρ. αγρύπνως]
- Άγρυπνα, με φροντίδα, με επιμέλεια: