Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγροφύλακας
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγροφύλακας ο [aγrofílakas] Ο5 : φύλακας των χωραφιών: Iδιωτικός / κοινοτικός ~. Ο ~ του χωριού. || βαθμός στην ιεραρχία της αγροφυλακής: H στολή του αγροφύλακα.

[λόγ. < αρχ. ἀγροφύλαξ, αιτ. -ακα `φύλακας της χώρας΄ σημδ. γαλλ. garde champêtre]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγροφύλακας [aγrofílakas] ο, pl αγροφύλακες & region. αγροφυλάκοι,
  • watchman over crops, agrarian policeman (syn obsolesc δραγάτης):
    • έπαιξε κουμπουριές με χωριανούς, με τσοπάνηδες και μ' αγροφύλακες (Karkavitsas) |
    • poem κι όταν τον βρήκε ο ~ μοσχοβολούσε ακόμα η χούφτα του (Kaftantzis)

[fr MG αγροφύλαξ, the form αγροφυλάκοι occurring on pap of 514 AD ←K ἀγροφύλαξ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες