Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγροφυλακή η [aγrofilakí] Ο29 : δημόσια υπηρεσία που ασχολείται με την προστασία και ασφάλεια της αγροτικής περιουσίας: Aρμοδιότητες / διοίκηση / υπάλληλος της αγροφυλακής.
[λόγ. αγρο(φύλαξ) -φυλακή κατά το σχ.: χωροφύλαξ - χωροφυλακή]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγροφυλακή [aγrofilací] η,
- ⓐ agrarian police as an institution to protect agricultural produce
- ① agrarian policemen (syn αγροφύλακες)
[cpd of αγρός & φυλακή]