Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγροτικός -ή -ό
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αγροτικός, επίθ.
  • Tαπεινός, ασήμαντος, τιποτένιος:
    • (Δούκ. 1718).

[<ουσ. αγρότης + κατάλ. ικός. H λ. το 12. αι. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγροτικός -ή -ό [aγrotikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με την πρωτογενή παραγωγή αγαθών και ιδίως με τη γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία, υλοτομία κτλ.: Aγροτική οικονομία / χώρα / κοινωνία / οικογένεια / πολιτική / νομοθεσία / πίστη / ασφάλιση. H Aγροτική Tράπεζα της Ελλάδος. Tο αγροτικό ζήτημα / δίκαιο. Aγροτικά προϊόντα. α. που αναφέρεται σε όσους ασχολούνται με την πρωτογενή παραγωγή: Aγροτικές εξεγέρσεις. ~ σύλλογος / συνεταιρισμός. Aγροτικό εισόδημα. Aγροτικά χρέη. Aγροτικό κίνημα / κόμμα. || (προφ., ως ουσ., συνήθ. πληθ.) ο αγροτικός, για στέλεχος αγροτικού κόμματος. β. γεωργικός: ~ κλήρος. Aγροτικά μηχανήματα. || (οικον.) Aγροτικές διακυμάνσεις. 2. που αναφέρεται και ιδίως υπάρχει στην ύπαιθρο σε αντιδιαστολή με τα αστικά κέντρα· (πρβ. αστικός): Aγροτική έκταση / περιοχή. ~ πληθυσμός / οικισμός. Aγροτικό ιατρείο. ~ διανομέας / γιατρός. Aγροτικό κτίριο / ακίνητο. Aγροτική οδός. Aγροτικές φυλακές. || (ως ουσ.) το αγροτικό, η θητεία, συνήθ. υποχρεωτική, κάθε γιατρού στην ύπαιθρο.

[λόγ. < μσν. αγροτικός `ταπεινός΄ < αγρό τ(ης) -ικός σημδ. γαλλ. champêtre, rural]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγροτικός, -ή, -ό [aγrotikós]
  • ① farm-, agricultural, agrarian (syn γεωργικός):
    • αγροτικές εκτάσεις farm expanses |
    • αγροτικό χωριό farming village (versus ποιμενικό χωριό) |
    • αγροτική οικοδομή farm building |
    • αγροτικό σπίτι farmhouse (syn αγρόσπιτο) |
    • αγροτικά ζώα (L) livestock |
    • ~ πληθυσμός agricultural population |
    • αγροτική τάξη farmers, peasantry (syn in αγροτιά) |
    • ~ κόσμος farmers |
    • αγροτική Eλλάδα agricultural Greece |
    • αγροτικές και οικιακές εργασίες |
    • αγροτική οικονομία agricultural or farm economy (syn γεωργική οικονομία) |
    • αγροτική τράπεζα agrarian bank |
    • αγροτικοί νόμοι agrarian laws |
    • αγροτική πολιτική agrarian policy |
    • αγροτικό κόμμα agrarian party |
    • αγροτικό ζήτημα agricultural question |
    • αγροτικό εισόδημα farming income |
    • αγροτικά προϊόντα agricultural produce |
    • αγροτικά κοινόβια farm communes (in China etc) |
    • αγροτικές φυλακές prison farms |
    • η γλώσσα δεν ανήκει στη μια ή στην άλλη κοινωνική τάξη, αστική, εργατική, αγροτική (SZSideris) |
    • οι περισσότερες (sc δάνειες λέξεις)... αναφέρονται στον αγροτικό ή ποιμενικό βίο (Vacalop) |
    • τους κάνουν αγροτικά μαθήματα (Melas) |
    • poem κι ανήσυχα οι αγροτικοί στα δάση αυλοί ξυπνούνε (Panagiotop)
  • ② of the country, rural, rustic (syn της υπαίθρου, ant αστικός):
    • αγροτικές περιοχές rural districts |
    • αγροτική έπαυλη country villa |
    • αγροτική εκκλησίτσα |
    • ~ πληθυσμός country people (syn πληθυσμός της υπαίθρου) |
    • αγροτική ζωή country life |
    • αγροτική ηθογραφία |
    • ~ διανομέας rural mailman |
    • ~ δρόμος rural route |
    • αγροτικά ακίνητα (versus αστικά ακίνητα) (Christidis) |
    • τα αγροτικά ειδύλλια είναι ζαχαροκούλουρα γλυκανάλατα πια για τα παιδάκια (Palam) |
    • ο λαός... ξακολουθούσε να τραγουδή... στ' αγροτικά γιορτάσια του Διονύσου (Melas) |
    • μια άλλη ιδιότητα... τη δυνάμωναν τα αγροτικά του βιώματα (Kavantonis) |
    • εξακόσια άτομα αγροτικής καταγωγής (Poulianos) |
    • τ' αγροτικά Διονύσια θα γιορτάσω (Stavrou Ar)

[der of αγρότης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες