Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγροτιά η [aγrotxá] Ο24 : το σύνολο ή η κοινωνική τάξη των αγροτών: H ~ παλεύει για τα δικαιώματά της / ξεσηκώθηκε στο Kιλελέρ. Οι δίκαιοι αγώνες της αγροτιάς.
[αγρότ(ης) -ιά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγροτιά [aγrotjá] η,
- farmers, country people, peasantry (syn αγρότες, αγροτική or γεωργική τάξη, αγροτικός κόσμος, αγροτόκοσμος, χωρικοί):
- ο αφέντης και η εγγλεζομαθημένη γυναίκα του... πάλευαν να σώσουν το βιος τους από τις αρπαχτικές διαθέσεις της αγροτιάς (Melas) |
- poem ζώδια, σπίτια του Ήλιου, | που όλα σάς διαβαίνει | ο αρματηλάτης, | έργα και σύμβολα | της αγροτιάς (Xydis)
[der of αγρότης w. collect. suff -ιά]
- farmers, country people, peasantry (syn αγρότες, αγροτική or γεωργική τάξη, αγροτικός κόσμος, αγροτόκοσμος, χωρικοί):