Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγρονομικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αγρονομικός, -ή, -ό [aγronomikós]
  • of, or pertaining to, αγρονομία or the αγρονόμος:
    • αγρονομικές παραβάσεις violations of the laws pertaining to lands etc.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες