Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγρομίσθωση η [aγromísθosi] Ο33 : (νομ.) μίσθωση αγροτικού κτήματος.
[λόγ. αγρο- + μίσθω(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγρομίσθωση [aγromísθosi] η, (L) law
- contractual renting of one's land for cultivation to a tenant farmer
[cpd w. μίσθωση]