Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγροληψία η [aγrolipsía] Ο25 : (νομ.) χρήση ξένου αγρού ύστερα από σχετική συμφωνία με τον ιδιοκτήτη.
[λόγ. αγρο(λήπτης) -ληψία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγροληψία [aγrolipsía] η, (L) law
- tenant farming, cultivation of another's land at an agreed rental in products fr the crop (syn πάχτο, πάχτωμα):
- επίμορτη ~ (Christidis) |
- επιτρέπεται... να διαλυθούν αγροληψίες κ' εδαφονομικά βάρη (id.)
[cpd w. -ληψία; cf αγροληπτικός]
- tenant farming, cultivation of another's land at an agreed rental in products fr the crop (syn πάχτο, πάχτωμα):