Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγρολήπτης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγρολήπτης ο [aγrolíptis] Ο10 θηλ. αγρολήπτρια [aγrolíptria] Ο27 : (νομ.) αυτός που χρησιμοποιεί ξένο αγρό ύστερα από σχετική συμφωνία με τον ιδιοκτήτη.

[λόγ. αγρο- + -λήπτης· λόγ. αγρολήπ(της) -τρια]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγρολήπτης [aγrolíptis] ο, (L) law
  • tenant farmer, cultivator of another's land for rental in kind fr the crop (syn κολλήγας, σέμπρος):
    • πριν αρχίση τη συγκομιδή των καρπών, ο ~ οφείλει να ειδοποιή σχετικά τον εκμισθωτή (Christidis)

[cpd w. -λήπτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες