Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγροκήπιο το [aγrokípio] Ο40 : αγρόκτημα που χρησιμοποιείται για πειραματική ή υποδειγματική καλλιέργεια.
[λόγ. < ελνστ. ἀγροκήπιον υποκορ. του ἀγρόκηπος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγροκήπιο [aγrοcípio] το,
- ① a field kept as garden (syn κήπος, μπαξές, περιβόλι)
- ② model farm
[fr K ἀγροκήπιον 'villa', der of ἀγρόκηπος 'garden plot']