Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγροικία
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγροικία η [aγrikía] Ο25 : αγροτικό σπίτι μέσα σε κτήμα.

[λόγ. εν. < ελνστ. πληθ. ἀγροικίαι αἱ]

[Λεξικό Κριαρά]
αγροικία η.
  • H ιδιότητα του αγροίκου:
    • (Xειλά, Xρον. 353).

[αρχ. ουσ. αγροικία. H λ. και τ. σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγροικία1 [aγricía] η, (& αγροικιά) region.
  • rustic behavior, lack of manners, rudeness (syn χωριατιά, χωριατοσύνη):
    • στην ψυχή σου... φωλιάζει η ~, και η βαρβαρότητα κλ (Papanoutsos) |
    • η αμάθεια, η ~, η φιλαργυρία και γενικά η κατάπτωση των... κληρικών... είναι μεγάλη (Vacalop)

[fr late MG ← AG ἀγροικία 'rusticity, boorishness']

[Λεξικό Γεωργακά]
αγροικία2 [aγricía] η, (L)
  • farmhouse, farmstead, country house (syn αγροκατοικία, αγροτικό σπίτι):
    • folkt στην πρώτη ~ ο Γκούντρατ μπήκε μέσα και την άλλαξε (sc τη χήνα) μ' έναν πετεινό |
    • τα ανάχτορα των Mυκηνών και της Tίρυνθας, όπως φαίνονται από την κάτοψή τους, είναι ένα είδος αγροικιών (NPapachatzis)

[fr AG ἀγροικία 'country house']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες