Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άγροικος, επίθ.· αγροικός.
-
- 1) Άγριος, ατίθασος:
- (Διγ. Gr. 2012).
- 2) Aπλοϊκός:
- Πλανήσας δε τους πάντας αγροίκους εν αυτῴ τῳ δόγματι (Δούκ. 1511).
[αρχ. επίθ. άγροικος. H λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Άγριος, ατίθασος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγροίκος -α -ο [aγríkos] Ε4 : (ιδ. για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από έλλειψη καλλιέργειας· (πρβ. άξεστος): Ένας ~ χωριάτης. H Ρώμη είχε πια λησμονήσει το αγροίκο Λάτιο. || (επέκτ.): Aγροίκο φέρσιμο.
αγροίκα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἄγροικος, ἀγροῖκος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγροίκος1, -α, ο [aγríkos] (& region. άγροικος)
- ① rustic, rude, unrefined (syn άξεστος L, αδιάκριτος 2, χωριάτης):
- αγροίκα γρατζουνίσματα rude scribblings |
- αγροίκοι τόνοι rustic accents |
- έχει αγροίκους τρόπους he has rustic manners, he is unrefined |
- (η Pώμη) είχε λησμονήσει πια... το άγροικο Λάτιο (Panagiotop) |
- έργο σχεδόν βάναυσο ενός αγροίκου μαρμαρογλύφου (SKarouzou) |
- δεν ξέρει τον τενόρο!... φαντασθήτε τι καθυστερημένος, τι ~, τι βάρβαρος άνθρωπος ήμουν (Melas) |
- η ανθρώπινη φύση... ήταν γεμάτη πάθη, αγροίκα και άμοιρη από καλοσύνη (Papatsonis) |
- απένταντί του δεν έχει... αγροίκο αντίμαχο, μα έναν υπέροχο ήρωα (Lekatsas) |
- poem εξάλλου είν' ακαλαίσθητο να βλέπης | έναν ποιητή δασύτριχο κι αγροίκο (Stavrou Ar)
- ② region. not understanding, inexperienced (syn άπειρος)
[fr AG ἀγροῖκος 'dwelling in the country', and MG←AG ἄγροικος 'rude, boorish']
- ① rustic, rude, unrefined (syn άξεστος L, αδιάκριτος 2, χωριάτης):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγροίκος2 [aγríkos] ο,
- boor, churl, clod-hopper, unrefined person (syn άξεστος or ανάγωγος or αγενής [s. αγενής 2] άνθρωπος, βλάχος, χωριάτης):
- ο αδιάφορος μπροστά στην ομορφιά είναι ένας ~ |
- ένας ~ από αντίδραση στην περιφρόνηση που του δείχνουν γίνεται ακόμα πιο ~ |
- (δεν) εγκρίνουμε τη συμπεριφορά ενός αγροίκου που... σε υποχρέωνε ν' ακούς μουσική (Palaiologos) |
- τον κεραυνό σ' αυτό τον κόσμο... τον διαθέτουν οι αγροίκοι (Terzakis) |
- έκαμε... τον άσχημο ή αγροίκο να ιδή και τον εαυτό του δικαιωμένο στο θείο πρόσωπο του ίδιου του Xριστού (Kanellop).
- boor, churl, clod-hopper, unrefined person (syn άξεστος or ανάγωγος or αγενής [s. αγενής 2] άνθρωπος, βλάχος, χωριάτης):