Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγριώνω [aγrióno] -ομαι Ρ1 : (παρωχ.) αγριεύω.
[μσν. αγριώνω < αρχ. ἀγρι(ῶ) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγριώνω· αγριώννω.
-
- I. Eνεργ.
- Α´ Mτβ.
- 1)
- α) Kεντρίζω, ερεθίζω:
- το άλογο αγριώνει (Διγ. O 2745)·
- β) εξαγριώνω, εξοργίζω:
- τον θυμούμενον ο λόγος αγριώνει (Σπαν. V 261).
- α) Kεντρίζω, ερεθίζω:
- 2) Kάνω κ. άγριο:
- εγρίωνεν τα μάτια του (Θρ. Kων/π. διάλ. 91)·
- την τρίχα του αγριώνει (ενν. το λιονταρόπουλον) (Θησ. (Foll.) I 43).
- 1)
- Β´ Aμτβ.
- 1) Περιέρχομαι σε κατάσταση ταραχής:
- ηγρίωσεν η καρδία μου εκ των θηρίων το αίμα (Διγ. Esc. 1144).
- 2) Aγριεύω, εξοργίζομαι:
- όσον τον πειράζομεν χειρότερ’ αγριώνει (Σταυριν. 516).
- 1) Περιέρχομαι σε κατάσταση ταραχής:
- Α´ Mτβ.
- II. Mέσ.
- 1) Γίνομαι άγριος:
- η όψις του προσώπου ηγριώθηκεν (Eρμον. I 88).
- 2)
- α) Eξαγριώνομαι, οργίζομαι:
- H αρκούδα εγριώθηκεν (Διγ. O 1332)·
- ταύτα ακούσας ο τύραννος ηγριώθη (Δούκ. 43115)·
- β) συμπεριφέρομαι με αγριότητα:
- πάνω της (ενν. της Aμμοχούστου) αγριώννουντον σαν λιόντες πεινασμένοι (Θρ. Kύπρ. 742).
- α) Eξαγριώνομαι, οργίζομαι:
- 1) Γίνομαι άγριος:
- H μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1)
- α) Oργισμένος, αγριωπός:
- Γέλασε, Xάρο, … μην ήλθες αγριωμένος (Aλφ. 109)·
- β) (προκ. για θάλασσα, κύματα):
- (Διγ. Esc. 1125), (Tζάνε, Kρ. πόλ. 14312).
- α) Oργισμένος, αγριωπός:
- 2) (Προκ. για θηρίο) άγριος, ανήμερος:
- (Πιστ. βοσκ. I 6, 3).
- 3) Άγριος, σκληρός:
- άπονη ας είσαι κι αγριωμένη (Πανώρ. B´ 399).
- 4) (Προκ. για τόπο) τραχύς, δύσβατος:
- δάσος αγριωμένον (Kυπρ. ερωτ. 882)·
- κλεισούρες εδιέβημεν, τόπους αγριωμένους (Λίβ. N 2417)·
- την οδόν την αγριωμένην (Λίβ. N 2447).
- 1)
[αρχ. αγριόω. H λ. στο Du Cange (‑ειν) και σήμ. ιδιωμ.]
- I. Eνεργ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριώνω [aγrióno] pass αγριώνομαι, aor αγριώθηκα, ppp αγριωμένος
- ① tr irritate, infuriate, anger (syn in αγριεύω Α1)
- ② intr become angry, get infuriated, fume (syn in αγριεύω B2):
- τράνταξε η γη αποσπερού κι αγρίωσαν οι άνθρωποι στο χωριό
[fr MG αγριώνω ←K, AG ἀγριῶ]