Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγριόχοιρος ο [aγrióxiros] Ο20α : (λόγ.) το αγριογούρουνο.
[λόγ. < ελνστ. ἀγριόχοιρος]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγριόχοιρος ο.
-
- Άγριος χοίρος, αγριογούρουνο:
- (Συναξ. γαδ. 38).
[μτγν. ουσ. αγριόχοιρος. H λ. και σήμ.]
- Άγριος χοίρος, αγριογούρουνο:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριόχοιρος [aγrió iros] ο, zoo
- wild boar, Sus europaeus (or Sus scrofa) (syn in αγριογούρουνο):
- οι άντρες αγαπούσαν... το κυνήγι αυτό και συνήθιζαν να μαζεύουν τα δόντια σκοτωμένων αγριοχοίρων (NPapachatzis) |
- είχαμε μείνει... στα υψώματα του Kαμπιρλί... κυνηγώντας αγριόχοιρους (Ouranis) |
- ένας άντρας βαροπατούσε πίσω του, σκοτεινός σαν ~ (Prevelakis)
[fr MG ← K ἀγρόχοιρος]
- wild boar, Sus europaeus (or Sus scrofa) (syn in αγριογούρουνο):