Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγριόχηνα
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγριόχηνα η [aγrióxina] Ο27α : χήνα ή άλλο όμοιο πτηνό σε άγρια κατάσταση.

[μσν. *αγριόχηνα (πρβ. μσν. αγριοχηνάριον) < αγριο- + χήνα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγριόχηνα [aγrióçina] η, orn
  • ① wild goose, as greylag goose, Anser cinereus (syn σταχιά χήνα)
  • ⓐ Anser segetun (syn αγριοχηνάρι)
  • ⓑ Anser urvensis
  • ② crane
  • ③ the bustard Otis tetrax (syn in αγριόγαλος) In lit:
    • poem οι νύχτες μίκραιναν· οι αγρόχηνες | φεύγουν κοπάδια προς τη Δύση (Skipis) |
    • εκεί οι σταχτιές αγριόχηνες | χτυπούν ρυθμικά τις φτερούγες τους (NTypaldos) |
    • φωνάζουν οι αγριόχηνες την κραυγή του νότου και λέω ο χειμώνας έρχεται (Pavleas)

[cpd w. χήνα; cf pap 6th c. AD αγριοχηνοπρυμνίς f 'ship w. wild goose as acrostolion (terminal ornament)']

[Λεξικό Γεωργακά]
αγριοχηνάρι [aγriοçinári] το, (& αγριοχήναρο) region. & orn
  • the young of the wild goose
  • ⓐ wild goose

[fr MG αγριοχηνάριον]

[Λεξικό Κριαρά]
αγριοχηνάριον το.
  • Άγρια χήνα:
    • αγριοχηναρίου δέρμαν (Σταφ., Iατροσ. 11308).

[<επίθ. άγριος + ουσ. χηνάριον. H λ. τον 6. αι. και σήμ. ιδιωμ. (ι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες