Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγριόφωνος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αγριόφωνος, επίθ.
  • Που έχει άγρια, τραχιά φωνή:
    • κύκνε … αγριόφωνε (Πουλολ. 8).

[αρχ. επίθ. αγριόφωνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες