Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγριότοπος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγριότοπος ο [aγriótopos] Ο20 : χαρακτηρισμός περιοχής ιδίως δύσβατης ή άγονης: Πού να ζήσει άνθρωπος σ΄ αυτόν τον αγριότοπο!

[αγριο- + -τοπος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγριότοπος [aγriótopos] ο,
  • ① solitary, lonely, and inhospitable place, wild country, wilderness
  • ② stony and wild land, uncultivated place (syn άγριος τόπος):
    • σε τούτον τον αγριότοπο δε φυτρώνει ούτε χόρτο |
    • κατέβηκε απ' τον αγριότοπό του σ' αυτή εδώ τη γη (Doxas)
  • ③ unicivilized, unrefined country:
    • εμείς θα εισαγάγουμε νέα φιλολογικά ήθη στον αγριότοπο! (Xenop)

[cpd w. τόπος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες