Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγριότητα η [aγriótita] Ο28 : η ιδιότητα εκείνου που χαρακτηρίζεται από σκληρότητα και συνήθ. επιθετικότητα: Tύραννος γνωστός για την αγριότητά του. Έγκλημα πρωτοφανούς αγριότητας. H ~ μιας συμπλοκής / του πολέμου. || (συνήθ. πληθ.) η άγρια πράξη: Οι κατακτητές διέπραξαν ανήκουστες αγριότητες. || (μτφ.): H ~ ενός βουνού / τόπου.
[λόγ. < αρχ. ἀγριότης, αιτ. -ητα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριότητα [aγriótita] η, (& L αγριότης, dial αγριότη)
- ① the state of being wild, savageness, savagery [of nature, a race, an animal etc] (syn αγριοσύνη):
- η ~ της φύσης στη Mάνη είναι χαρακτηριστική |
- ο άνθρωπος, μόλις αναδύθηκε από την ~ της ζούγκλας... άρχισε να βασανίζη το νου του (Theotokas) |
- όλα τα θηρία στα τελευταία τους ξαναβρίσκουν την πρώτη, τη νεανική τους ~ και ξαναγίνονται αιμοδιψή (GRoussos) |
- έρχεται στην ~ αυτός ο πολιτισμένος (ο Γκωγκέν), γιατί ο πολιτισμός δεν αποκρίνεται (Panagiotopoulos)
- ② cruelty, ferocity, atrocity, inhumanity, truculence (syn απανθρωπία, βιαιότητα, θηριωδία, κτηνωδία, σκληρότητα, ωμότητα):
- ο εχθρός εισέβαλε με ~ στο έδαφός μας |
- συνόδευε και συμπλήρωνε την παράδοση με την ~...· στο ξυλοκόπημα αριστοτέχνης (Palam) |
- να χτυπήσης χωρίς κακία, μονάχα με το ένστικτο και την ευχαρίστηση του κυνηγού. Ένα ξέσπασμα αντρικής αγριότητας (Theotokas) |
- επιβάλλονται... και με την ~ των πολεμικών τους ηθών (Vacalop)
- ⓐ fierceness, savagery, ghastliness:
- η ~ του εγκλήματος, της δολοφονικής επιθέσεως |
- ελάχιστοι γνωρίζουν την έκταση και την ~ των... εκτρόπων (Christidis) |
- είχε την ~ του λαβωμένου ζώου η ματιά της που άστραφτε (Venezis)
- ③ esp pl αγριότητες οι, synecd cruel, ferocious acts, atrocities (syn βιαιότητες, βαρβαρότητες, ωμότητες):
- μιλά για επανάληψη των αγριοτήτων (Palaiologos) |
- οι επιδρομείς διέπραξαν ανήκουστες αγριότητες |
- παρίσταμαι μάρτυρας σε αγριότητες I witness atrocities |
- είδαμε... τις αγριότητες κατά των ιεραποστολών (Papatsonis) |
- αταξίες και αυθάδειες και αγριότητες έκαναν πάντα (Papanoutsos) |
- πρέπει να μην ταραζώμαστε σαν τη βλέπουμε (sc την επανάσταση) να ξεσπάνη ώρες ώρες σε αγριότητες και σε αδικίες ακόμα (Theotokas)
[fr MG αγριότητα, αγριότης ← K, AG ἀγριότης]
- ① the state of being wild, savageness, savagery [of nature, a race, an animal etc] (syn αγριοσύνη):