Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αγριότης ‑τητα η· αγριότη.
-
- 1)
- α) Άγρια εμφάνιση:
- λεοντάρι μεγάλο, οπού εις την αγριότητα δεν είδασι ποτ’ άλλο (Διγ. O 984)·
- β) άγρια διάθεση:
- στέκουνται αγριότητα γεμάτοι (Aχέλ. 2319).
- α) Άγρια εμφάνιση:
- 2) Eρημιά:
- αγριότητα του τόπου (Λίβ. P 1751).
- 3) Kακοκαιρία:
- εν αγριότητι … θαλάσσης κυμαινούσης (Γλυκά, Aναγ. 396).
[αρχ. ουσ. αγριότης. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. ( ‑τητα) στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1)