Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριόσκορδο [aγrióskor∂o] το, bot
- allium
- ① Allium rotundum (syn αγριόπρασο 2)
- ② Allium neapolitanicum (syn αγριοκρέμμυδο 2, αγριόπρασο 3)
[cpd w. σκόρδο]