Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριόπευκο [aγriópefko] το, (& region. αγριόπευκος ο) bot
- any of several pines (syn άγριο πεύκο, αγριοστροβιλιά) as
- ① black pine, Austrian pine, Pinus nigra or austriaca
- ② Corsican pine, Corsican larch, Pinus laricio
- ⓐ Pinus laricio taurica or caramana
[cpd w. πεύκο, πεύκος]