Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριόκρινος [aγriókrinos] ο, (& αγριόκρινο, το) bot
- iris, any of several as Iris attica, Iris germanica (German iris), Iris florentina, Iris pseudacorus (flag) etc (syn άγριος κρίνος):
- poem της παρθενιάς αγριόκρινε στα ολύμπια μέσα φύτρα, | ω του βουνού βασίλισσα, που λάμπεις τοξοφόρα. |
- lit ο θόλος τ' ουρανού έγερνε από πάνω... σαν ένα γιγάντιο αγριόκρινο (Grigoris) |
- poem οι στοχασμοί μας βγαίναν στο φλογάτο αέρα | καθώς ξαφνικά από τ' αγριόκρινα κι από τις δρακοντιές τριγύρα μας | οι μαυρομέλισσες βουίζοντας (Sikel) |
- μέσα στο ταραγμένο αίμα μου τρέχουν | τ' αγριόκρινα που μύριζες, δεν βλέπεις; (Vrettakos) |
- μια προσευχή λυγερόχορδη ανεβαίνει, | σαν το λιγνό αγριόκρινο στο φως (TBarlas)
[cpd w. κρίνος, κρίνο]
- iris, any of several as Iris attica, Iris germanica (German iris), Iris florentina, Iris pseudacorus (flag) etc (syn άγριος κρίνος):