Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγριόκοτα η [aγriókota] Ο27α : κότα ή άλλο πτηνό όμοιο με κότα που ζει σε άγρια κατάσταση.
[αγριο- + κότα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριόκοτα [aγriókota] η, orn
- ① hazel hen, hazel grouse, Tetrastes bonasia (syn αγριόρνιθα, λιβαδοπέρδικα)
- ② (the common) pheasant, Phasianus colchicus
- ③ the bustard Otis tetrax (syn αγριόγαλος 2, αγριόχηνα 3)
[cpd w. κότα]