Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγριόγατος ο [aγrióγatos] Ο20 : η αγριόγατα.
[μσν. αγριόκατος < αγριο- + κάτος κατά την εξέλ. κάτος > γάτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριόγατος [aγrióγatos] ο, (& dial αγριόκατος)
- ① zoo male wildcat, Felis silvestris:
- poem κι αργοπερνώντας μούγκριζαν, ουρλιάζαν και φριμάζαν, | αγριόγατοι, όναγροι κλ (Palam)
- ② infuriated (domestic) cat
- ⓐ a furious, ill-tempered person:
- poem Kολοκοτρώνη αγριόγατε, φωτιά τσεκούρι ατρόχιστο (Lygizos)
[fr late MG αγριόγατος, cpd w. γάτος; cf αγριόκατος in Erotokritos]
- ① zoo male wildcat, Felis silvestris: