Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγριόγατα η [aγrióγata] Ο27α : 1.κοινή ονομασία που περιλαμβάνει διάφορα μικρόσωμα αιλουροειδή ζώα που μοιάζουν με την κατοικίδια γάτα: Ευρωπαϊκή / αφρικανική / ασιατική ~. 2. κατοικίδια γάτα που απομακρύνθηκε από τον άνθρωπο και ζει σε άγρια κατάσταση. 3. (μτφ.) για ατίθασο ή ακοινώνητο άτομο.
[μσν. αγριόκατα με τροπή [k > γ] κατά το κάτα > γάτα < ελνστ. ἀγριοκάττα με μετακ. τόνου για ένδειξη σύνθ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριόγατα [aγrióγata] η, (& dial αγριόκατα)
- wildcat
- ① zoo a feral cat, as European wildcat (Felis silvestris), Kaffir cat (Felis caffra) etc:
- τέτοιο θυμό είχε το μπουρίνι, που η θάλασσα ήτανε παλαβή σαν ~ που την κυνηγά κανένας λύκος (Kontoglou) |
- (η κοπέλα) αλήθεια έχει πάνω της ώρες ώρες κάτι από την ~ (Terzakis) |
- poem την είδαν να ορμήση αγριωπή μέσα στον κόσμο σαν ~ (Palam)
- ② angered, enraged (domestic) cat
- ⓐ fig a shy and unsocial person
[fr late MG αγριόγατα, cpd w. γάτα; cf αγριόκοτα in Somavera]