Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγριωπός -ή -ό [aγriopós] Ε1 : (ιδ. για πρόσ.) που φαίνεται άγριος, δηλαδή σκληρός και συνήθ. επιθετικός: Ένας ~ φαντάρος φρουρεί την είσοδο. Aγριωπή όψη / ματιά.
αγριωπά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀγριωπός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριωπός, -ή, -ό [aγriopós]
- ① somewhat wild, wild-looking:
- αγριωπή μορφή, αγριωπό πρόσωπο, αγριωπό κεφάλι |
- αγριωπή ματιά |
- αγριωπά μάτια |
- την είδαν να ορμήση αγριωπή... σαν αγριόγατα, μ' ολόριχτα μαλλιά (Palam) |
- ο θάνατος αν έρθη ~ να πάρη έναν παλιό Aθηναίο, κινδυνεύει να τον δεχτώ καθώς τη γλυκιά βροχή (Papantoniou) |
- ένα ζευγάρι μουστάκια... τα 'στριβε ~ (Myriv) he would twist a pair of mustaches angrily |
- οι αντιδράσεις της Λιλής στους περιορισμούς... ήταν απότομες, αγριωπές (Terzakis) |
- τα ιερά σύμβολα του κόσμου έχουν μια παρθενιά αγριωπή (id.) |
- το μάτι της το λαδί... παίρνει κάτι το αστεράτο και το αγριωπό μαζί (id.) |
- το... σγουρό λιοντάρι... φρουρεί αγριωπό τη φανταχτερά κοσμημένη είσοδο του Iνστιτούτου Τέχνης [στό Σικάγο] (Karantonis) |
- ο Iωάννης ο Πρόδρομος ~ με βαθύ μελαψό πρόσωπο κλ (Sfakianakis) |
- παρουσιάζονται... στις εξετάσεις βλοσυροί και αγριωποί (Katsigra) |
- η φοράδα... αγριωπή πάντα και δυσκολοκράτητη έκλεινε το μονοπάτι (Plaskovitis) |
- poem... και φαρμάκι| στάζει το βλέμμα της εκείνο τ' αγριωπό (Malakasis)
- ⓐ wild, turbulent, violent, of sea and waves (syn αγριεμένος 3):
- τρέχει πλάι στη θάλασσα... αναπηδώντας αγριωπή με τετράψηλα κοφτά βράχια (Terzakis) |
- το νησί όλο... με την γύρω την αγριωπή και τη φουρτουνιασμένη Αιγιώτισσα θάλασσα (SZSideris) |
- poem σα σε βλέπω πάντα να 'σαι | δίχως κύμ' αγριωπό, |...| Λίμνη, σ' αγαπώ (Palam)
- ② wild, grim, sullen:
- αγριωπό τοπίο, αγριωπό ύψωμα |
- η αγριωπή μεγαλοπρέπεια του τοπίου |
- ξαφνικά η φωνή του Παραδείση ξέσπασε αγριωπή (Terzakis) |
- αδιόρατα μέρα με τη μέρα... έβγαιναν από την αγριωπή εκείνη καχυποψία του ορφανού (id.) |
- poem κι αντίκρυ του η Kακία | πρώτη φορά σκορπά |...| σκοτάδια αγριωπά (Palam)
[fr AG ἀγριωπός 'wild-looking']
- ① somewhat wild, wild-looking: