Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγριωπά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αγριωπά [aγriopá] adv
  • angrily, grimly, fiercely:
    • ρώτησε ~ |
    • της φώναξε ~ |
    • τον κοίταξες~ |
    • το απέναντι ακροτόπι, το υψωμένο απότομα, ~ μέσα στον... ιλαρόν ορίζοντα (Palam) |
    • γοργά, ~ έπεσε δώθε από τη νεροσυρμή, στην όχθη (Terzakis) |
    • σιωπή, έκανε απότομα, ~, και χτύπησε το πόδι της χάμου (id.) |
    • τα όνειρά της δεν τα μαγνητίζουνε ~ οι κορυφές των Ρουμελιώτικων βουνών (Karantonis) |
    • poem μα, ω χειμώνα σκληρέ, τη μανία σου | το κοράκι τ' ολέθριο δεν τρέμει, | την πυκνή που τυλίγεται ομίχλη σου | κι ~ κρώζει απάνω στα αιθέρια (Skipis)

[der of αγριωπός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες