Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγριοφωνάρα η [aγriofonára] Ο25α : δυνατή και τραχιά φωνή ή κραυγή.
[αγριο- + φωνάρα, μεγεθ. του φωνή]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριοφωνάρα [aγriofonára] η,
- very vigorous voice, loud shout, stentorian cry:
- έβαλε κάτι αγριοφωνάρες που τρόμαξα |
- του φώναξε με μιαν ~ που τους πήγε ριπιτίδι των μασκαράδων (Christomanos) |
- οι αγριοφωνάρες του ξύπνησαν και την οικογένεια... στο απάνω πάτωμα (Xenop) |
- χαλά τον κόσμο με τις αγριοφωνάρες του (Myriv) |
- πετάγεται όρθιος, κλαρίνο, βγάζει μιαν ~ |
- "προσοχή!" (AVlachos) |
- οι γυναίκες μπήξανε πάλι κάτι αγριοφωνάρες (Kovvatzis) |
- poem κ' ευφραίνονταν | μ' αγκομαχητά κι άγρια γρυλλίσματα | κι αγριοφωνάρες (Engonop)
[cpd of άγρια φωνάρα]
- very vigorous voice, loud shout, stentorian cry: