Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριοτριανταφυλλιά [aγriotriandafiljá] η, bot
- ① the wild rose Rosa sempervirens (syn dial αγριοροδιά)
- ② dog rose, Rosa canina. In lit:
- εδώ κ' εκεί έβλεπες μερικές αγριοτριανταφυλλιές και άλλα δεντράκια και λουλούδια (Theotokas) |
- περνούσα λόγγους από άγριες γαζίες, αγριογιασεμιά κι αγριοτριανταφυλλιές (MLazaridis) |
- poem μύρια μπουμπούκια...| σύσμειχτα σάμπως με σγουρήν ~ (Sikel) |
- σε ποιας αγριοτριανταφυλλιάς τ' αγκάθια χάρισε τα φτερά σου (Themelis)
[cpd w. τριανταφυλλιά]