Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγριοσέλινο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγριοσέλινο το [aγriosélino] Ο41 : κοινή ονομασία διάφορων φυτών που συγγενεύουν με το σέλινο.

[αγριο- + σέλινο]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγριοσέλινο [aγriosélino] το, bot
  • wild celery, various wild plants of the family Umbelliferae
  • ① smallage, Apium graveolens palustre
  • ② plants of the genus Smyrnium
  • ⓐ Smyrnium orphanidis
  • ⓑ Smyrnium perfoliatum
  • ⓒ alexanders, Smyrnium olusatrum (syn αγριοκάρδαμο 2) In lit:
    • μετωρίζεται η καταχνιά... πέρα στο βάλτο, όπου σαπίζουν τα βούρλα και τ' αγριοσέλινα (Dafnis)

[cpd w. σέλινο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες