Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριορίγανη [aγrioríγani] η, region. & bot
- any of various herbs resembling majoram
- ① members of the family Labiatae
- ⓐ the balm Melissa nepeta
- ⓑ Origanum heracleoticum varia creticum
- ⓒ Origanum onites
- ⓓ wild majoram, oregano, Origanum vulgare or viride
- ② Lagoecia cuminoides (syn in αγριοκύμινο) In lit:
- μια όμορφη ραχούλα... πυκνοδασωμένη απ' την κορφή ως τη ρίζα με ~ (Karkavitsas)
[fr K ἀγριορίγανος f (ὀρίγανος f) by anal. of nouns in -ι]