Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγριοπερίστερο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγριοπερίστερο το [aγrioperístero] Ο41 : άγριο περιστέρι.

[αγριο- + περιστέρ(ι) -ο]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγριοπερίστερο [aγrioperístero] το, (& region. αγριοπεριστέρι) orn
  • wild pigeon, rock pigeon, rock dove, Columba livia. In lit:
    • μια μεγάλη θαλασσοσπηλιά... γεμάτη αγριοπερίστερα (Drosinis) |
    • ο θεόρατος βράχος... που μέσα στις σχισμάδες του κατοικούν αγριοπερίστερα... την ανεβάζει (sc την ψυχή του ανθρώπου) (Ouranis) |
    • ένας Σφακιανός... χύθηκε σαν το ~, κρατώντας κρεμαστά τη μάχαιρά του (Prevelakis) |
    • το ~, η δεκοχτούρα, όπως τη λένε, ξαγρύπναγε μέσα στη φυλλωσιά κάποιου κυπαρισσιού (KPolitis) |
    • τα στήθια της τα ορθόρωγα, τα σάμπως δυο αγριοπερίστερα που τσακίζουν να πρωτοπετάξουν (Vlami) |
    • poem εμέ αγριοπερίστερον | είν' η αθωότη μου (Sikel) |
    • χάραμα γύρω απ' τα νησιά | αναπλέαν τα πούπουλα των αγριοπεριστεριών (id.) |
    • κανένα πλάσμα ζωντανό, τ' αγριοπερίστερα φευγάτα (Seferis) |
    • χωρίστε από τα δάχτυλα τ' αγριοπεριστέρια (Elytis) |
    • διψάει το μήλο για φιλί, ο κόρφος γι' αγριοπερίστερα (Kaftandzis)

[cpd fr άγριο περιστέρι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες