Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγριολούλουδο το [aγriolúluδo] Ο41 : κάθε αυτοφυές λουλούδι και ιδίως το άνθος του: Ένα στεφάνι από / μπουκέτο με αγριολούλουδα.
[αγριο- + λουλούδ(ι) -ο]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριολούλουδο [aγriolúlu∂o] το, (& αγρολούλουδο) bot
- ① flower-bearing field plant
- ② field (or wild) flower:
- στεφάνι από αγρολούλουδα |
- κόψε απ' το γρασίδι κανένα ~ |
- λογιών λογιών αγριόχορτα κι αγριολούλουδα |
- χωράφια όπου θρασομανούν τα χόρτα και τ' αγριολούλουδα |
- οι όχθες (του ποταμιού) είναι φουντωμένες από αγριολούλουδα (Myriv) |
- ένα βάζο με λίγα αγρολούλουδα (Terzakis) |
- καταπράσινες, γελαστές και κατάστικτες αγριολούλουδα οι πλαγιές (Ouranis) |
- αγριολούλουδα κάνουν πολύχρωμες κηλίδες εδώ κ' εκεί (id.) |
- poem και μοναχά αγαπάνε τα αγριολούλουδα:| κρινάκια, κυκλαμιές, σπάρτα, ανεμώνες (Porphyras) |
- της άνοιξης το θείο κοντύλι | εικόνες έχει ζωγραφίσει | με τ' αγριολούλουδα τ' Aπρίλη (Drosinis) |
- κ' έφερε η φήμη...| και πώς το στόλισε (sc το άλογο) μ' ανθούς κ' εκείνος | πώς μ' αγριολούλουδα νεκροστολίστη (Sikel) |
- (φιλόξενη εξοχή) ξέρω το κάθε χρώμα σου, την κάθε σου γραμμή, | το κάθε σου ~ που ανθίζει μυροβόλα (Skipis)
[αγριολούλουδο cpd of αγρός & λουλούδι (cf λουλούδι του αγρού); the form αγριολούλουδο by folket influence of άγριος; cf αγράμπελη αγριάμπελη]