Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριοκούνελο [aγriokúnelo] το, zoo
- rabbit, Oryctolagus cuniculus:
- ένα ~ έτρεξε κατατρομαγμένο και τρύπωσε |
- ζαρκάδια, ελάφια, λαγοί, αγριοκούνελα και τα μικρά αγριογούρουνα είναι η συνηθισμένη τροφή των λύκων (MManiatop) |
- μα και το χειμώνα λίγες μπεκάτσες, τσίχλες και τσιχλοκότσυφα βαρούσαν νερόκοτες, λαγούς κι αγριοκούνελα; (ATarsouli)
[cpd w. κουνέλι]
- rabbit, Oryctolagus cuniculus: