Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγριοκοιτάζω [aγriokitázo] -ομαι Ρ (βλ. κοιτάζω) & αγριοκοιτώ [aγriokitó] & -άω, -ιέμαι Ρ (βλ. κοιτώ) : κοιτάζω κπ. άγρια, βλοσυρά, απειλητικά: Tον αγριοκοίταξα κι αυτός σώπασε αμέσως. Aγριοκοιτάχτηκαν έτοιμοι να αρπαχτούν στα χέρια.
[αγριο- + κοιτάζω, κοιτώ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριοκοιτάζω [aγriocitázo] ipf αγριοκοίταζα, aor αγριοκοίταξα; αγριοκοιτώ & αγριοκοιτάω,ipf αγριοκοιτούσα;
- look at s.o. fiercely, eye s.o. rudely, look daggers at (syn κοιτάζω άγρια or βλοσυρά, αγριοβλέπω, αγριοθωρώ):
- τι μ' αγριοκοιτάζεις; δε σε φοβούμαι |
- μην τον αγριοκοιτάτε έτσι, είπε |
- τους αγριοκοίταξε και τους έβρισε |
- αγριοκοιτάγει και κακοσυστένει κ' εμένα (Makryg) |
- τον πρώτο που συναντούσε στον ανήφορο του Kάστρου τον αγριοκοίταξε (Kampouroglou) |
- μ' αγριοκοιτάζουν οι διαβάτρες θαρρώντας πως τις επείραζα με γλυκόλογα (Palam) |
- γυρίζω... αγαναχτισμένος, τον ~ (Terzakis) |
- σούφρωσε τα φρύδια και τον αγριοκοίταξε (Roufos)
[cpd of άγρια κοιτάζω]
- look at s.o. fiercely, eye s.o. rudely, look daggers at (syn κοιτάζω άγρια or βλοσυρά, αγριοβλέπω, αγριοθωρώ):