Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγριοκοίταγμα το [aγriokítaγma] Ο49 : άγριο, βλοσυρό κοίταγμα, βλέμμα.
[αγριοκοιτακ- (αγριοκοιτάζω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριοκοίταγμα [aγriocítaγma] το, (& αγριοκοίταμα)
- looking daggers at, a fierce glance (syn βλοσυρό βλέμμα):
- του 'δωσε δίκιο, αψηφώντας τ' αγριοκοιτάγματα της Λυσίππης (Roufos)
[der of αγριοκοιτάζω after κοίταγμα ← κοιτάζω]
- looking daggers at, a fierce glance (syn βλοσυρό βλέμμα):