Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγριοκάτσικο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγριοκάτσικο το [aγriokátsiko] Ο41 : 1.η άγρια κατσίκα, ο αίγαγρος. 2. (μτφ., για πρόσ. νεαρής ηλικίας) ατίθασος, ανυπότακτος.

[αγριο- + κατσίκ(ι) -ο]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγριοκάτσικο [aγriokátsiko] το,
  • ① zoo (little) wild goat (Capra aegagrus) (syn αγρίμι 2, αγριόγιδο 1):
    • κυνήγι αγριοκάτσικων |
    • η ρέμπελη αντιστεκόταν σαν ~ (Xenop) |
    • εσύ μου την έκαμες έτσι όμορφη, γιατί ήταν ~ (Eftaliotis) |
    • poem πέτρα την πέτρα χτυπάς ~ του Mαύρου Δρυμώνα (ChKoulouris) |
    • γκρεμνούς που δεν βαστούν ούτε αγριοκάτσικα (Melas) |
    • να φτάνη στα μαύρα ράχτα, να τα καβαλικεύη σαν ~ (Chatzianagnostou)
  • ② fig over lively, unmanageable, rebellious, rude person (syn ανυπότακτος, ατίθασος):
    • έχει δυο παιδιά αγριοκάτσικα |
    • η κοπέλα αυτή είναι ~ |
    • όλα τα ξέρω· είσαι Kρητικός, δηλαδή ~, μα κάνε υπομονή, άκουσέ με (Kazantz)

[cpd of άγριο κατσίκι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες