Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριοθύμαρο [aγriοθímaro] το, bot
- bushy plant similar to garden thyme but coarser, fruitless and nonfragrant:
- poem από σπάρτα ευωδιαστές κι απ' αγριοθύμαρα | θα φυσήξουν οι βουνήσιες οι πνοές (Palam).
- bushy plant similar to garden thyme but coarser, fruitless and nonfragrant: