Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγριογούρουνο το [aγrioγúruno] Ο41 : άγριο γουρούνι που ζει στα δάση· αγριόχοιρος: Kυνηγήσαμε αγριογούρουνα. || το (μαγειρεμένο) κρέας του ζώου αυτού: Φάγαμε ~ γαρνιρισμένο με πατάτες.
[μσν. αγριογούρουνον < αγριο- + γουρούν(ι) -ον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριογούρουνο [aγrioγúruno] το, zoo
- wild boar, Sus Europaeus, Sus scrofa (syn αγριόχοιρος, κάπρος):
- ζαρκάδια, ελάφια... και τα μικρά αγριογούρουνα είναι η συνηθισμένη τροφή των λύκων (MManiatop) |
- συνήθεια ήταν να συνοδεύουν τους άντρες τους σε κυνήγι αγριογούρουνων (NPapachatzis) |
- φώναζαν... σα να πολεμούσανε να φευγατίσουν τη φωτιά με τα χουγιαχτά, όπως τ' αγριογούρουνα στα δάση (Myriv) |
- ρωτούσε πού θα μπορούσε να δώση να του ταριχεύσουν το κεφάλι του αγριογούρουνου (Ouranis) |
- poem στένοντας τα λημέρια τους εκεί που λημεριάζουν | οι λύκοι, τ' αγριογούρουνα, διωγμένοι ολούθε κλ (Palam)
[fr late MG αγριογούρουνον, cpd w. MG γουρούνιν; cf MG αγριοχοίριδο]
- wild boar, Sus Europaeus, Sus scrofa (syn αγριόχοιρος, κάπρος):
[Λεξικό Κριαρά]
- αγριογούρουνον το.
-
- Aγριογούρουνο:
- (Aιτωλ., Mύθ. 531).
[<επίθ. άγριος + ουσ. γουρούνι. H λ. (‑ο) στο Βλάχ. και σήμ.]
- Aγριογούρουνο: