Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριογκορτσιά [aγriogortsjá] η, region. & bot
- a kind of wild pear, Pyrus amygdaliformis (syn in αγριαπιδιά 1):
- folkt ηύρε μιαν ~ κ' έκατσε στη ρίζα της (Megas)
[cpd w. γκορτσιά]
- a kind of wild pear, Pyrus amygdaliformis (syn in αγριαπιδιά 1):