Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριογαρίφαλο [aγrioγarífalo] το, (& αγριογαρούφαλο) region. & bot
- ① a kind of pink, Dianthus arboreus and Dianthus inodorus (syn καρυόφυλλο)
- ② coat flower, Tunica (syn dial αγριογιούλι)
[cpd w. γαρίφαλο]